- παράληψη
- η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ [παραλαμβάνω]το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβήαρχ.1. διαδοχή ενός από κάτι άλλο («παράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.)2. άλωση, κατάληψη πόλης3. μάθηση, μόρφωση, διδασκαλία4. χρήση, μεταχείριση5. ιατρ. εφαρμογή6. είσπραξη φόρων7. έναρξη, αρχή8. φρ. «μετὰ θείας παραλήψεως» — με επίκληση τών θεών.
Dictionary of Greek. 2013.